- ἀκηλίδωτος
- ἀκηλίδωτοςspotlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακηλίδωτος — η, ο (Α ἀκηλίδωτος, ον) [κηλιδῶ ( ώνω)] 1. ο δίχως κηλίδες, καθαρός 2. άσπιλος, αγνός … Dictionary of Greek
ακηλίδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κηλιδώθηκε, καθαρός: Το πουκάμισό του ήταν ακηλίδωτο. 2. ο καθαρός ψυχικά, άσπιλος, ανεπίληπτος: Όλη του η ζωή ήταν ακηλίδωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκηλιδωτότερον — ἀκηλίδωτος spotless adverbial comp ἀκηλίδωτος spotless masc acc comp sg ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλιδώτως — ἀκηλίδωτος spotless adverbial ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλίδωτον — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc sg ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλιδώτου — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλιδώτους — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλιδώτῳ — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλίδωτα — ἀκηλίδωτος spotless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηλίδωτοι — ἀκηλίδωτος spotless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)